Ερωτάται η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) εάν μέχρι σήμερα έχει ερευνήσει τις καταγγελίες αυτές και αν έχει ενεργήσει για την ανάκτηση των τελών και των φόρων που τυχόν δεν έχουν εισπραχθεί από το ελληνικό Δημόσιο. Το ίδιο ερώτημα απευθύνεται και προς την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και προς την Εθνική Αρχή Διαφάνειας
Του Κώστα Τζαβάρα*
Με το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003 εισήχθη στην Ελλάδα ο θεσμός της τιτλοποίησης απαιτήσεων στον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή, η ομαδοποίηση απαιτήσεων ή στοιχείων του ενεργητικού μιας επιχείρησης σε κοινό χαρτοφυλάκιο αναφοράς και η μεταβίβασή τους, λόγω πώλησης, με έγγραφη σύμβαση σε εταιρεία ειδικού σκοπού. Η εταιρεία αυτή, εν συνεχεία, εξασφαλίζει το τίμημα της αγοράς τους με έκδοση και διάθεση ομολογιών με ιδιωτική τοποθέτηση.
Ο νόμος αυτός θεσπίστηκε λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, σε εποχή μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, με σκοπό να εξασφαλίσει για τις υγιείς ελληνικές επιχειρήσεις αφενός την άμεση και με χαμηλό κόστος χρηματοδότησή τους, μέσω της ρευστοποίησης των απαιτήσεών τους κατά τρίτων και αφετέρου τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς ομολόγων, από την οποία θα αποκόμιζαν κέρδος τόσο η αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού όσο και οι ομολογιούχοι επενδυτές.
Με αυτόν τον τρόπο ο νομοθέτης πρόσφερε μια νέα εναλλακτική επιλογή από τη διαρκή προσφυγή στον τραπεζικό δανεισμό, ώστε να μπορούν οι υγιείς επιχειρήσεις να επαναχρηματοδοτούν τα υφιστάμενα επιχειρηματικά τους δάνεια σε περίπτωση πρόσκαιρης αδυναμίας πληρωμών, αντί να καταφεύγουν σε ανακύκλωση δανείων.
Γενναίες φορολογικές απαλλαγές
Ο νόμος αυτός, λόγω του αναπτυξιακού του σκοπού, προέβλεπε γενναίες φορολογικές απαλλαγές και ατέλειες (άρθρο 14, παρ. 1). Ειδικότερα, προέβλεπε ότι «η έκδοση ομολογιακού δανείου του νόμου αυτού, η παροχή κάθε είδους ασφαλειών, όλες οι συμβάσεις που προβλέπονται στον νόμο, καθώς και κάθε σχετική ή παρεπόμενη σύμβαση ή πράξη και η καταχώρηση αυτών σε δημόσια βιβλία, όπου απαιτείται, οι προσωρινοί και οριστικοί τίτλοι ομολογιών (…) η μεταβίβαση ομολογιών εντός ή εκτός οργανωμένης αγοράς ή χρηματιστηρίου απαλλάσσονται από κάθε άμεσο ή έμμεσο φόρο, περιλαμβανόμενου και του φόρου υπεραξίας, τέλος ανταποδοτικό ή μη, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά, εισφορά του Ν. 128/1975, προμήθεια, δικαίωμα ή άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων (…)».
Πολύ αργότερα, κάτω από εντελώς διαφορετικές και δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες, την εποχή των μνημονίων, όταν κυριαρχούσε η ανάγκη αποκατάστασης της βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας, μέσω του περιορισμού των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της συγκράτησης του ιδιωτικού χρέους, θεσπίστηκε ο Ν. 4354/2015, που προέβλεπε τη μεταβίβαση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) σε ανώνυμες εταιρείες, ειδικώς αδειοδοτημένες από την ΤτΕ (funds & servicers).
Η ψήφιση του νόμου αυτού υπαγορεύτηκε στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που απέρρεαν από το τρίτο μνημόνιο και αποσκοπούσε στην εξυγίανση του πιστωτικού συστήματος, με την αποσυμφόρηση των τραπεζών από το βάρος των υπερδιογκωμένων NPLs -που είχε σοβαρές επιπτώσεις στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος-, την απαλλαγή των ισολογισμών τους από το διαρκώς αυξανόμενο παθητικό και τη βελτίωση των ταμειακών ροών τους.
Επέκταση και στα εξυπηρετούμενα δάνεια
Στον ανωτέρω νόμο 4354/2015, του οποίου η εφαρμογή επεκτάθηκε και στα εξυπηρετούμενα δάνεια, μετά την τροποποίησή του με τον Ν.4389/2016 (άρθρο 70), ρητά προβλέφθηκε (άρθρο 1 παρ. 1δ’) ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων και του Ν. 3156/2003 (ο οποίος εξακολουθεί να εφαρμόζεται παράλληλα στις περιπτώσεις που ρύθμιζε το 2003). Η διάταξη αυτή εξακολουθεί να ισχύει παρά τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις που έχει υποστεί μέχρι σήμερα ο Ν. 4354/2015.
Το γεγονός αυτό καταδεικνύει τη σαφή βούληση του νομοθέτη να εξακολουθεί να εφαρμόζεται ο νόμος 3156/2003 (άρ. 10) παράλληλα προς τον Ν.4354/2015, εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες από αυτόν προϋποθέσεις για τη μεταβίβαση των επιχειρηματικών απαιτήσεων που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 10 του νόμου αυτού (τιτλοποίηση απαιτήσεων και μεταβίβαση σε εταιρείες ειδικού σκοπού με έκδοση ομολογιακού δανείου προς εξασφάλιση εναλλακτικής χρηματοδότησης).
Εξάλλου, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι στις μέχρι σήμερα τροποποιήσεις, συμπληρώσεις και βελτιώσεις του Ν. 4354/2015 δεν έχει προβλεφθεί ως κίνητρο για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων από δάνεια (ενήμερα ή μη) -που γίνονται δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4354/2015- η παροχή οποιασδήποτε φορολογικής απαλλαγής ή ατέλειας. Oι απαλλαγές αυτές συνδέονται με τη μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων που δεν προέρχονται από τραπεζικά δάνεια. Για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια εφαρμόζεται αποκλειστικά ο Ν. 4354/2015, όπως ισχύει, που υπερισχύει ως ειδικότερος νόμος σε σχέση με τον Ν. 3156/2003.
Αυτό άλλωστε συνάγεται και από την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4389/2016 (που αντικατέστησε διατάξεις του Ν. 4354/2015), στην οποία αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι: «Παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003) όπου επιτρέπεται και η τιτλοποίηση απαιτήσεων που εξυπηρετούνται είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το παρόν σχέδιο νόμου», εφόσον βεβαίως συντρέχουν για την κάθε περίπτωση οι αντίστοιχες νόμιμες προϋποθέσεις.
Το ανεπίτρεπτο
Επομένως, η χρήση της διαζευκτικής διατύπωσης «είτε … είτε» από τον νομοθέτη στην αιτιολογική έκθεση επιβεβαιώνει τη νομοθετική στόχευση περί αποκλεισμού της σωρευτικής εφαρμογής των ρυθμίσεων των δύο νόμων. Με βάση τα προηγούμενα, είναι ανεπίτρεπτη η αναγνώριση και η παροχή των φοροαπαλλαγών, των ατελειών κ.λπ. που προβλέπει η διάταξη του άρ. 14 του Ν. 3156/2003 στις περιπτώσεις μεταβίβασης απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια, που γίνονται με βάση τους Ν. 4354/2015 και 4389/2916, για τις οποίες δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρ. 10 του Ν. 3156/2003.
Με άλλα λόγια, δεν χωρεί εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 2 § 4, του Ν. 4354/2015 στο σύστημα του Ν. 3156/2003. Όπως προαναφέρθηκε, οι δύο αυτοί νόμοι ψηφίστηκαν σε διαφορετικές οικονομικές συγκυρίες. Καθένας από αυτούς κλήθηκε να υπηρετήσει διαφορετική οικονομική και κοινωνική ανάγκη, έχοντας διακριτό αντικείμενο ρύθμισης, ώστε να είναι νομικά και λογικά αδιανόητη η σωρευτική εφαρμογή των διατάξεών τους στις μεταβιβάσεις απαιτήσεων γενικά.
Πλην όμως, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι διαχειριστές απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια δεν εφαρμόζουν αμιγώς τον Ν. 4354/2015 αλλά μεταβιβάζουν απαιτήσεις από τραπεζικά δάνεια στο πλαίσιο των προβλέψεων του Ν. 4354/2015, εφαρμόζοντας σωρευτικά τις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3156/2003 (φοροαπαλλαγές, ατέλειες κ.λπ.).
Καταστρατηγήσεις του νόμου και αυθαιρεσίες
Με τον τρόπο αυτό καταστρατηγούν συστηματικά τις διατάξεις του νόμου 3156/2003 και τις εφαρμόζουν αυθαίρετα στις μεταβιβάσεις απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια, με αποτέλεσμα να ζημιώνουν το Δημόσιο και τους άλλους φορείς του, αποφεύγοντας να πληρώσουν τους οφειλόμενους φόρους και τέλη στις μεταβιβάσεις των απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια με βάση τον Ν. 4354/2015. Για τις μεταβιβάσεις αυτές δεν προβλέπεται καμία φοροαπαλλαγή ή ατέλεια, αφού δεν εξυπηρετούν κάποιον αναπτυξιακό σκοπό, αλλά μόνον την ανάγκη εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος μέσω της απαλλαγής του από το βάρος των διογκωμένων τραπεζικών δανείων, εξυπηρετούμενων ή μη.
Η -τουλάχιστον- καταχρηστική τακτική όμως των τραπεζών και των servicers δεν επιτρέπεται να μένει δίχως κυρώσεις. Εφόσον επέλεξαν να λειτουργήσουν εκτός του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου σύννομης δράσης στις εν λόγω μεταβιβάσεις, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να υποστούν τις συνέπειες της καταστρατηγητικής τους συμπεριφοράς είτε αυτές ανάγονται στο ουσιαστικό δίκαιο (π.χ. ακυρότητα μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας) είτε στο δικονομικό δίκαιο (ακυρότητα διαδικαστικής πράξης της εκτέλεσης) είτε στο φορολογικό δίκαιο (ανάκτηση φόρων και τελών που παρανόμως απέφυγαν να καταβάλουν).
Πολλώ δε μάλλον, όταν η αυθαίρετη και επιλεκτική μεταφορά στοιχείων τού ενός νόμου στον άλλο, μόνο με βλάβη της ασφάλειας δικαίου μπορεί να γίνεται, και το σπουδαιότερο, με ταυτόχρονη σοβαρή βλάβη της ταμειακής ωφέλειας του ελληνικού Δημοσίου που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 4354/2015, ο οποίος δεν προβλέπει καμία φοροαπαλλαγή και ατέλεια για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια.
Οι καταγγελίες και η ΑΑΔΕ
Με βάση τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και είναι διαθέσιμα σε κάθε ενδιαφερόμενο, προκύπτει ότι από την καταστρατήγηση της εφαρμογής του Ν. 3156/2003 το ύψος των ατελειών των φόρων που έχουν αποφύγει να καταβάλουν τα funds και οι servicers από το 2016 ως το 2022 προσδιορίζεται σε 58,8 δισ. ευρώ, σύμφωνα με μελέτη που κατέθεσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου (Κόκκινα δάνεια – Ολομέλεια Α.Π. – Προστασία πρώτης κατοικίας ευάλωτων και καλόπιστων δανειοληπτών – Οι θέσεις του ΔΣΑ, Δελτίο Τύπου/Απόφαση ΔΣ, 16.02.2023).
Επιπλέον, έχει δημοσιευτεί έρευνα της συμβουλευτικής εταιρείας «Οctane» για την ελληνική αγορά NPLs, σύμφωνα με την οποία πραγματοποιήθηκαν από το 2021 έως τον Σεπτέμβριο του 2023 44+ συναλλαγές NPLs με συνολική αξία άνω των 65 δισ. ευρώ και οι servicers στην ελληνική αγορά διαχειρίζονται περιουσιακά στοιχεία αξίας περίπου 100 δισ. ευρώ (Greek NPL Market Overview, Octane, Σεπτέμβριος 2024, σελ.13).
Τέλος, δημοσίευμα της «Καθημερινής» (Στα χέρια funds έχουν περάσει 700.000 ακίνητα αξίας 45 δισ.€, 2.9.2022, Ευγενία Τζώρτζη), περί τα 700.000 ακίνητα αξίας 40-45 δισ. ευρώ βρίσκονται στα χέρια των funds που έχουν αγοράσει τα NPLs των τραπεζών τα τελευταία χρόνια, τα οποία έχουν μεταβιβαστεί και αναμεταβιβαστεί από τους εκάστοτε αγοραστές τους τουλάχιστον πέντε φορές, με αποτέλεσμα, έτσι, η Δευτερογενής Ελληνική αγορά NPLs, με τις ανωτέρω συναλλαγές αγοραπωλησιών και επαναγοραπωλησιών τίτλων NPLs, να υπολογίζεται ότι έχει παραγάγει συνολικό κύκλο εργασιών που προσδιορίζεται, κατ’ ελάχιστον, στα 400 δισ. ευρώ!
Ενόψει των ανωτέρω, ερωτάται η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) εάν μέχρι σήμερα έχει ερευνήσει τις καταγγελίες αυτές και αν έχει ενεργήσει για την ανάκτηση των τελών και των φόρων που τυχόν δεν έχουν εισπραχθεί από το ελληνικό Δημόσιο. Το ίδιο ερώτημα απευθύνεται και προς την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και προς την Εθνική Αρχή Διαφάνειας.
*Ο Κώστας Τζαβάρας είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω – DEA Νομικής, πρώην βουλευτής και υπουργός


Αφήστε μια απάντηση