Βάσει των εξαγγελιών του Πρωθυπουργού στις 23 Ιουλίου 2025 για το λεγόμενο “Εθνικό Σχέδιο για τη Διαχείριση των Υδάτων”, προκύπτει μια θλιβερή διαπίστωση: δεν πρόκειται για σχέδιο διαχείρισης του νερού, αλλά για σχέδιο διαχείρισης της εξουσίας μέσω του νερού. Η απόπειρα συγκεντρωτικού ελέγχου, η θεσμική αποδυνάμωση της τοπικής αυτοδιοίκησης, η απουσία κοινωνικού ελέγχου και η υποκρυπτόμενη πρόθεση εμπορευματοποίησης ενός στοιχειώδους κοινωνικού αγαθού, επιβεβαιώνουν μια βαθιά αντιλαϊκή και αντικοινωνική λογική που βλέπει το νερό όχι ως θεμέλιο ζωής, αλλά ως εργαλείο κέρδους και εξάρτησης.
1. Συγκεντροποίηση και τεχνοκρατική αυθαιρεσία σε βάρος της τοπικής δημοκρατίας
Η σύσταση τριών υπερδομών (ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, νέα κρατική εταιρεία) δεν αποτελεί απλώς οργανωτικό ανασχεδιασμό. Συνιστά ευθεία επίθεση στην αρχή της εγγύτητας, που αποτελεί θεμέλιο λίθο κάθε δημοκρατικής διαχείρισης κοινού πόρου. Το νερό είναι – και πρέπει να παραμείνει – τοπική υπόθεση, άρρηκτα συνδεδεμένη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής. Η ένταξη νησιωτικών, ημιορεινών ή αγροτικών περιοχών κάτω από τον έλεγχο μιας απρόσωπης, κεντρικής κρατικής Α.Ε. είναι μια επιλογή που αποκόπτει τις κοινότητες από τη δυνατότητα συμμετοχής και εποπτείας.
Στην πράξη, πρόκειται για θεσμική κατάργηση των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) ως αυθεντικών εκφραστών της τοπικής κοινωνίας. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία δημόσια διαβούλευση με τους δήμους, τους εργαζόμενους, τους πολίτες, είναι αποκαλυπτικό. Η κυβέρνηση επιδιώκει ένα «μοντέλο επιχειρηματικής διαχείρισης», όπου το νερό δεν ανήκει πλέον στις κοινότητες αλλά στο κράτος – και το κράτος, με τη σειρά του, επιφυλάσσει για τις εταιρείες αυτές «μάνατζερ» από τον ιδιωτικό τομέα.
2. Η χρηματοδότηση ως άλλοθι για εργολαβική επέλαση
Το πολυδιαφημιζόμενο «Ταμείο Ύδρευσης» υπό το Υπουργείο Οικονομικών, με έργα 5 δισ. ευρώ, δεν διασφαλίζει ούτε διαφάνεια, ούτε προτεραιότητες βάσει κοινωνικής ανάγκης, ούτε έλεγχο από τις τοπικές κοινωνίες. Ούτε μια λέξη για ανεξάρτητη αξιολόγηση, ούτε μια αναφορά σε λογοδοσία.
Ποιος θα διαχειριστεί τα έργα; Με τι κριτήρια; Πώς διασφαλίζεται ότι δεν θα επαναληφθούν τα γνωστά σκάνδαλα υπερκοστολόγησης, παρατάσεων, απευθείας αναθέσεων;
Η εμπειρία διδάσκει: οι μεγάλες εργολαβίες ευνοούν τους λίγους. Οι ανάγκες της καθημερινής συντήρησης των δικτύων, οι επισκευές διαρροών, οι αποκαταστάσεις βλαβών, παραμένουν υποχρηματοδοτούμενες. Αντί για ενίσχυση της υποδομής, το βάρος πέφτει στην επικοινωνία. Αντί για πρόληψη, θεαματικά έργα που εξυπηρετούν συμφέροντα.
3. Ψηφιοποίηση χωρίς υπόβαθρο – τεχνοκρατική επίφαση χωρίς ουσία
Το αφήγημα των «έξυπνων υδρομέτρων» και της ψηφιακής εποπτείας είναι ελκυστικό για τα δελτία ειδήσεων. Στην πράξη, όμως, χωρίς εκπαιδευμένο προσωπικό, χωρίς τεχνική υποστήριξη σε πραγματικό χρόνο, χωρίς οργανωμένες ΔΕΥΑ σε κάθε περιοχή, αυτά τα συστήματα καταλήγουν αναξιόπιστα.
Στην πλειονότητα των δήμων, η τεχνολογική και τεχνική υποδομή υπολείπεται δραματικά. Δεν υπάρχει δικτύωση, δεν υπάρχουν μηχανικοί, δεν υπάρχει προληπτική συντήρηση. Αλλά υπάρχει μια κυβέρνηση που βαφτίζει τις ελλείψεις «μεταρρύθμιση» και υποκαθιστά τη λειτουργική υστέρηση με διαφημιστικό «εκσυγχρονισμό».
4. Αντιπεριβαλλοντικός σχεδιασμός για τις αφαλατώσεις και την ανακύκλωση
Η αφαλάτωση παρουσιάζεται ως «λύση» για τα νησιά. Αλλά στην πραγματικότητα, πρόκειται για ενεργοβόρα, περιβαλλοντικά επιβαρυντική διαδικασία, με υψηλό κόστος λειτουργίας, εξάρτηση από την ενέργεια και σοβαρούς κινδύνους για το θαλάσσιο οικοσύστημα από την απόρριψη άλμης. Σε χώρες με ευρεία χρήση αφαλάτωσης, όπως η Ισπανία, υπάρχουν αυστηρότατες περιβαλλοντικές προδιαγραφές και δέσμευση ενεργειακής αυτονομίας. Στην Ελλάδα, καμία τέτοια πρόβλεψη δεν παρουσιάστηκε.
Όσον αφορά την επαναχρησιμοποίηση νερού, η κυβέρνηση δεν ανακοίνωσε ούτε θεσμικό πλαίσιο, ούτε τεχνικές προδιαγραφές, ούτε εκπαιδευτικά προγράμματα για την κοινωνία. Το «γκρι» νερό (από λουτρά, νιπτήρες, πλυντήρια) παραμένει ταμπού. Χωρίς διαχωρισμένους αγωγούς, χωρίς κατάλληλες υποδομές επεξεργασίας, τέτοιες εξαγγελίες είναι κενό γράμμα.
5. Διοικητική αυθαιρεσία με πρόσχημα την “τεχνοκρατία”
Η κυβέρνηση επιμένει να απαξιώνει τις ΔΕΥΑ, χαρακτηρίζοντάς τες ως «φέουδα δημάρχων». Η αλήθεια είναι ότι πολλές από αυτές έχουν πετύχει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα: ανακύκλωση, μείωση απωλειών, έξυπνες εφαρμογές, κοινωνικά τιμολόγια. Αντί να στηριχθούν, συκοφαντούνται. Αντί να βελτιωθούν, καταργούνται.
Η στελέχωση των νέων διοικήσεων με πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα υπονομεύει τη λογοδοσία και ενισχύει την κομματική χειραγώγηση. Ποιος θα διορίζει τα στελέχη αυτών των εταιρειών; Με ποια κριτήρια; Με ποιους όρους; Η απάντηση είναι γνωστή: με κομματική επιλογή και με ελάχιστη διαφάνεια.
Η «τεχνοκρατία» που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση δεν είναι παρά το προσωπείο της πολιτικής επιβολής. Δεν εμπνέεται από την επιστήμη, αλλά από την εξουσιολαγνεία. Δεν υπηρετεί την αποτελεσματικότητα, αλλά τη συγκέντρωση.
6. Η επικοινωνιακή επίκληση του “δημόσιου χαρακτήρα” ως κουρτίνα καπνού
Ο Πρωθυπουργός προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, δηλώνοντας πως «το νερό παραμένει δημόσιο αγαθό». Αλλά η πραγματικότητα τον διαψεύδει.
Πρώτον, οι ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ είναι ανώνυμες εταιρείες με μετοχές στο Χρηματιστήριο. Δεύτερον, ήδη από το 2023 επιχειρήθηκε να εξαιρεθεί η διαχείριση του νερού από τον έλεγχο της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, προκαλώντας δικαστικές προσφυγές και απόφαση του ΣτΕ που ακύρωσε τη ρύθμιση ως αντισυνταγματική. Τρίτον, η στελέχωση των νέων εταιρειών με ιδιώτες μάνατζερ παραπέμπει όχι σε δημόσιο έλεγχο, αλλά σε επιχειρηματική διοίκηση.
Και, τέλος, οι νέες υποδομές και έργα διακηρύσσεται ότι θα πραγματοποιηθούν με ΣΔΙΤ – δηλαδή με συμμετοχή ιδιωτών. Όλα αυτά συνιστούν εμπορευματοποίηση. Κάθε άλλο παρά διασφάλιση δημόσιου χαρακτήρα.
7. Το νερό ως πεδίο “ανάπτυξης” και εργαλείο ελέγχου
Η κυβέρνηση επιχειρεί να μετατρέψει τη «διαχείριση του νερού» σε μοχλό επενδυτικής κινητικότητας, ενταγμένο στα πρότυπα του Green Deal, της αγοράς υπηρεσιών και της «ανθεκτικής οικονομίας». Αλλά το νερό δεν είναι κεφάλαιο. Είναι ζωή. Και όποιος το μετατρέπει σε εμπόρευμα, ανοίγει την πόρτα για κοινωνική διάλυση.
Οι διεθνείς εμπειρίες είναι αποκαλυπτικές: στην Χιλή και τη Νότια Αφρική, η ιδιωτικοποίηση του νερού οδήγησε σε κοινωνικές εξεγέρσεις. Στην Ισπανία, οι ιδιωτικές εταιρείες αύξησαν τις τιμές κατά 50%. Στη Γαλλία, δεκάδες πόλεις επέστρεψαν τη διαχείριση στο Δημόσιο μετά από 20ετή εμπειρία αδιαφάνειας και αισχροκέρδειας.
Η επιλογή της κυβέρνησης δεν υπηρετεί ούτε το περιβάλλον, ούτε την οικονομία, ούτε την κοινωνία. Υπηρετεί την ιδεολογία της αγοράς, που μετατρέπει ακόμα και το νερό σε επενδυτικό προϊόν. Πρόκειται για μια πολιτική επιλογή, όχι για τεχνοκρατική αναγκαιότητα. Και ως πολιτική επιλογή, πρέπει να αποδοκιμαστεί.
Χωρίς νερό, δεν υπάρχει κοινωνία – μόνο εξάρτηση
Το νερό δεν είναι απλώς ένας φυσικός πόρος ,αλλά είναι δώρο της Δημιουργίας, βασικό στοιχείο της ζωής, άρρηκτα δεμένο με την ευθύνη του ανθρώπου απέναντι στον τόπο του. Είναι ο ιερός δεσμός των ανθρώπων με τη γη τους, της οικογένειας με το χωράφι της, της κοινότητας με τη μνήμη της και ακριβώς επειδή είναι θεμελιώδες, γίνεται και αντικείμενο εκμετάλλευσης από εκείνους που βλέπουν την Ελλάδα μόνο ως πεδίο αγοράς και διαχείρισης και όχι ως πατρίδα.
Οι πρόσφατες εξαγγελίες του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, για τη «μεγάλη μεταρρύθμιση» στη διαχείριση των υδάτων, σε καμιά περίπτωση δεν συνιστούν σχέδιο προστασίας ή εξορθολογισμού, αλλά ένα ακόμα κεφάλαιο στην πολιτική αποψίλωση του δημόσιου και του τοπικού χαρακτήρα, ένα προσχηματικό νομοτεχνικό περιτύλιγμα για την κεντρικοποίηση της εξουσίας πάνω σε ένα αγαθό που οφείλει να διανέμεται και όχι να ελέγχεται.
Ο έλεγχος του νερού και της τροφής μπορεί να επηρεάσει όχι μόνο τη σωματική υγεία, αλλά και την κοινωνική σταθερότητα, την οικονομική ανεξαρτησία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο κοινωνικός αντίκτυπος του ελέγχου αυτών των πόρων είναι ιδιαίτερα σοβαρός, καθώς οι κοινωνίες στις οποίες η πρόσβαση σε τρόφιμα και νερό εξαρτάται από την οικονομική δύναμη, δημιουργούν βαθιά κοινωνικά χάσματα. Οι φτωχότερες ομάδες του πληθυσμού γίνονται ακόμα πιο ευάλωτες, καθώς είναι εξαρτημένες από τις αποφάσεις πολιτικών και οικονομικών φορέων, ενώ σε περιόδους κρίσεων, όπως φυσικές καταστροφές ή πολέμους, ο έλεγχος αυτών των πόρων μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως μέσο καταπίεσης ή εξαναγκασμού, στερώντας από ολόκληρους πληθυσμούς το δικαίωμα στην επιβίωση.
Η σύλληψη της ιδέα λοιπόν του να συγχωνευθούν σχεδόν 700 δημοτικές ΔΕΥΑ σε τρεις υπερ-εταιρείες που θα διαχειρίζονται όλο το νερό της χώρας – με διορισμένα διοικητικά συμβούλια, με λογική ανώνυμης εταιρείας, με υπονοούμενη εισαγωγή σε χρηματιστηριακούς όρους – αποτελεί ευθεία προσβολή στην αρχή της εγγύτητας, της τοπικής ευθύνης, της κοινοτικής δημοκρατίας και ίσως μελλοντικά, της ασφάλειας των πολιτών μας.
Δεν μπορεί το νερό που κυλά στα βουνά της Ηπείρου ή στις γεωτρήσεις της Θεσσαλίας να εποπτεύεται από ένα τεχνοκρατικό όργανο στην Αθήνα, ούτε να αντιμετωπίζεται ως κωδικός κόστους σε εταιρικούς ισολογισμούς. Η ιστορική διαδρομή των ΔΕΥΑ είναι συνδεδεμένη με την έννοια της λαϊκής μέριμνας και της κοινωνικής τιμολόγησης., καθώς μέσα από δυσκολίες, υποστελέχωση και συχνές παραλείψεις, κράτησαν όρθια την ύδρευση σε εκατοντάδες πόλεις και χωριά, εξυπηρετώντας τον πολίτη και όχι τον κάθε τυχάρπαστο επενδυτή. Στις τοπικές ΔΕΥΑ χτυπά ακόμα ο παλμός της υπεύθυνης διαχείρισης, της σχέσης με τον τόπο, της λογοδοσίας στην τοπική κοινωνία.
Αυτές οι δομές πρέπει να ενισχυθούν και όχι να καταργηθούν, οποιοσδήποτε γνωρίζει την ελληνική πραγματικότητα ξέρει πως η δήθεν «κεντρική εξυγίανση» λειτουργεί ως όχημα αποπολιτικοποίησης και ως πρόλογος για την ιδιωτικοποίηση καθώς όλα τα παρόμοια παραδείγματα των τελευταίων ετών έχουν αποδείξει ότι πίσω από τον μανδύα της «δημόσιας εταιρείας» κρύβεται το γνώριμο μοντέλο: εταιρικά συμβούλια χωρίς κοινωνικό έλεγχο, επιλεκτικές εργολαβίες, απουσία συμμετοχής των δήμων, ανάθεση στρατηγικής σε στελέχη ιδιωτικής αγοράς. Ό,τι ξεκινά ως κρατικοποίηση με διοικητικό έλεγχο, καταλήγει νομοτελειακά σε μεταβίβαση αρμοδιοτήτων σε τρίτους, σε παραχώρηση λειτουργιών, σε κερδοσκοπική τιμολόγηση και στο τέλος, σε διάρρηξη του κοινωνικού ιστού.
Η επίκληση της τεχνολογίας ως πανάκειας – με πλατφόρμες, μετρητές, “έξυπνα” δίκτυα – δεν λύνει το ουσιώδες πρόβλημα: ότι οι απώλειες νερού σε πολλές περιοχές φτάνουν το 50%, όχι επειδή λείπει η ψηφιοποίηση, αλλά επειδή λείπει το ανθρώπινο δυναμικό, η συντήρηση, η διαφάνεια και η πραγματική φροντίδα για το δημόσιο αγαθό. Το ίδιο ισχύει και για την αφαλάτωση, η οποία μπορεί να αποτελεί λύση υπό αυστηρές προϋποθέσεις, αλλά όχι να προβληθεί ως μαγική λύση για ολόκληρο το νησιωτικό σύμπλεγμα, δίχως ενεργειακή αυτάρκεια και σοβαρή περιβαλλοντική μελέτη. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως έχει αποδειχθεί διεθνώς, η αφαλάτωση επιφέρει σοβαρές περιβαλλοντικές συνέπειες λόγω της απόρριψης άλμης στις θάλασσες και της υπερκατανάλωσης ενέργειας, η οποία σε αρκετά νησιά καλύπτεται ακόμη από πετρελαιοκίνητες μονάδες.
Η επίμονη ρητορική περί επενδύσεων, αναπτυξιακών έργων και ταμείων ύδρευσης αποκρύπτει ότι η χώρα δεν «υποφέρει» από έλλειψη έργων, αλλά από συντήρηση, από ελλείψεις προσωπικού, από αδιαφάνεια στη λειτουργία των υποδομών. Από τα 1.327 έργα που ανακοινώθηκαν δεν υπάρχει καμία εγγύηση για αναβάθμιση τοπικών δικτύων, αντικατάσταση πεπαλαιωμένων αγωγών, ενίσχυση της ανθεκτικότητας μικρών οικισμών ή κάλυψη απομακρυσμένων γεωργικών περιοχών. Αντίθετα, η προτεραιότητα φαίνεται να δίνεται σε μεγάλα κατασκευαστικά σχήματα, σε αμφίβολου ποιότητας αποκεντρωτικές αναθέσεις, σε πρότυπα δηλαδή που έχουν δοκιμαστεί και έχουν αποτύχει. Η περίπτωση της Αθήνας και του Μόρνου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα: οι ταμιευτήρες εξαρτώνται από ένα συγκεντρωτικό σύστημα παροχής, το οποίο αν υποστεί βλάβη ή αντιμετωπίσει περιβαλλοντική πίεση, δεν υπάρχει εναλλακτικό τοπικό σχήμα που να μπορεί να διαχειριστεί την κρίση.
Το ίδιο το ΣτΕ έχει κρίνει στο παρελθόν ότι το νερό, ως κοινό και δημόσιο αγαθό, δεν μπορεί να διαχειρίζεται από ρυθμιστικές αρχές που λειτουργούν έξω από το πεδίο θεσμικού ελέγχου, κι όμως, η κυβέρνηση επιχείρησε να το εντάξει στην ΡΑΕ, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα στην εμπορευματοποίησή του. Μετά τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού υπό το βάρος των αντιδράσεων και μιας ακόμα πιθανής κατρακύλας στις δημοσκοπήσεις, διακηρύσσεται ότι το νερό θα παραμείνει δημόσιο. Όμως η πραγματικότητα φωνάζει: η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ είναι ήδη ανώνυμες εταιρείες με μετοχές στο χρηματιστήριο. Η νέα «δημόσια» εταιρεία που σχεδιάζεται δεν διαθέτει καμία διασφάλιση μη ιδιωτικοποίησης στο μέλλον και καλό είναι να θυμηθούμε πως παρόμοιες κινήσεις σε χώρες όπως η Χιλή και η Ισπανία οδήγησαν στην πλήρη εμπορευματοποίηση του νερού, με εκτόξευση των τιμών και κοινωνικές εντάσεις.
Η ιδιοκτησία του νερού δεν μπορεί να ανήκει ούτε στο κράτος ούτε στην αγορά, παρά μόνο στους ανθρώπους που κατοικούν σε αυτόν τον τόπο, στην τοπική κοινωνία, στις οικογένειες, στους αγρότες, στα παιδιά, δεν είναι εμπόρευμα, δεν είναι εργαλείο επενδυτικής στρατηγικής, δεν είναι όχημα ανάπτυξης για τους λίγους, αλλά προϋπόθεση ελευθερίας, αυτάρκειας, πολιτισμού.
Κάθε φορά που το το νερό γίνεται αντικείμενο κεντρικής διαχείρισης, πολιτικής αξιοποίησης ή εταιρικού ελέγχου, η δημοκρατία χάνει ένα ακόμα στήριγμά της, γιατί όταν αποκόπτεται από τη γη και την κοινότητα, μετατρέπεται από αγαθό ζωής σε μοχλό εξάρτησης.
Η απάντηση και η λύση σε μια πιθανή λειψυδρία, δεν βρίσκεται λοιπόν στη διαχείριση εξ’ αποστάσεως, ούτε στην παραπλανητική τεχνοκρατία των πλατφορμών, αλλά στην ενίσχυση των τοπικών φορέων, στη συμμετοχή των πολιτών, στην αναγέννηση της θεσμικής ευθύνης από τα κάτω στρώματα. Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα, είναι ένα εθνικό σχέδιο που θα σέβεται το εκάστοτε τοπικό στοιχείο, θα διασφαλίζει τη διαφάνεια, θα επενδύει στη συντήρηση και όχι σε θεαματικές εξαγγελίες εντυπωσιασμού ούτε σε φανταχτερά εγκαίνια. Ένα σχέδιο που θα προστατεύει τη γεωργία, θα εκπαιδεύει τα παιδιά στην αξία του νερού, θα ενισχύει τα χωριά και τις μικρές πόλεις και δεν θα δίνει ακόμα μεγαλύτερη εξουσία στους μηχανισμούς της κεντρικής εξουσίας.
Η πολιτική για το νερό είναι πολιτική για τη ζωή, δεν μπορεί να αφεθεί σε χέρια που αντιλαμβάνονται τους απλούς ανθρώπους ως κόστος και την κοινωνία ως εμπόδιο, είναι χρέος μας να διαφυλάξουμε το νερό ως στοιχείο ελευθερίας, ως σχέση ευθύνης και αγάπης προς τον τόπο μας . Ο αγώνας για το νερό είναι αγώνας εθνικός, κοινωνικός, πνευματικός και σε αυτόν τον αγώνα δεν χωρούν υπολογισμοί. Χωρούν μόνο συνειδήσεις που στέκονται όρθιες.


Αφήστε μια απάντηση