Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ “ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ” ΤΩΝ ΕΠΟΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ…
Στα χρόνια της κρίσης, η ελληνική κοινωνία έμαθε να υπομένει λέξεις και έννοιες που άλλοτε θα φάνταζαν αδιανόητες. Μνημόνιο, επιτροπεία, λιτότητα, χρέος, «σωστή πλευρά της Ιστορίας».
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ήρθε στο προσκήνιο όλο και πιο συχνά ένας όρος που πολλοί αποδοκίμασαν ως «θεωρία συνωμοσίας»: το λεγόμενο «Σχέδιο Καλλέργη».
Όμως, όσο περνούν τα χρόνια και οι εικόνες των πόλεων μας αλλάζουν, όσο οι αριθμοί της απογραφής δείχνουν πληθυσμιακή κάμψη και όσο οι πολιτικές αποφάσεις μοιάζουν να ευνοούν περισσότερο τους «νεοφερμένους» παρά τους γηγενείς, η ερώτηση γίνεται πιεστική: πρόκειται για μύθο ή για δυστοπική πραγματικότητα;
Η ιστορική απαρχή
Ο Ρίχαρντ φον Κούντενχοβ-Καλλέργης (1894–1972), γόνος αυστριακής διπλωματικής οικογένειας, υπήρξε θεωρητικός της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Στο έργο του Praktischer Idealismus («Πρακτικός Ιδεαλισμός»), που εκδόθηκε το 1925, σκιαγράφησε το όραμα ενός νέου ανθρώπου, «μίγματος φυλών» που θα συνδύαζε ευρωπαϊκά, ασιατικά και αφρικανικά στοιχεία.
«Ο άνθρωπος του μέλλοντος θα είναι ανάμεικτης φυλής», έγραφε χαρακτηριστικά, περιγράφοντας μια μελλοντική ανθρωπότητα χωρίς σαφείς εθνικές ή θρησκευτικές ρίζες.
Για τους υποστηρικτές του, επρόκειτο για μια ανθρωπιστική ιδέα ενότητας. Για τους επικριτές, ήταν η πρώτη ανοιχτή διατύπωση ενός σχεδίου πληθυσμιακής αντικατάστασης. Δεν βοηθά ότι ο ίδιος Καλλέργης συνδέθηκε στενά με τα πρώτα βήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και τιμήθηκε ως «πατέρας της Ευρώπης».
Ακόμη και σήμερα, το Ευρωπαϊκό Βραβείο Καλλέργη απονέμεται σε ηγέτες που προώθησαν την ενοποίηση, όπως η Άνγκελα Μέρκελ, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και ο Χέρμαν βαν Ρομπάι. Η κριτική είναι προφανής: επιβραβεύονται όσοι εργάστηκαν για την κατάργηση των εθνικών διαφορών και την υπέρβαση των παραδοσιακών ταυτοτήτων.
Αν το «Σχέδιο Καλλέργη» παρέμενε μόνο σελίδες βιβλίου, ίσως να είχε λησμονηθεί. Όμως οι εξελίξεις μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δείχνουν μια σταθερή κατεύθυνση: αποδυνάμωση της εθνικής ταυτότητας, προώθηση της πολυπολιτισμικότητας, ποινικοποίηση του πατριωτισμού.
Από τις δεκαετίες 1950–1970, η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε πολιτικές που έβλεπαν το έθνος-κράτος ως αναχρονισμό. Σήμερα, το όραμα αυτό έχει αποκτήσει θεσμική κάλυψη. Ο ΟΗΕ μιλά ανοιχτά για «παγκόσμια διακυβέρνηση», το WEF για «Great Reset» και η ΕΕ για «νέο ευρωπαϊκό πολίτη».
Την ίδια ώρα, τα μεταναστευτικά κύματα ενισχύονται. Οι πόλεμοι στη Μέση Ανατολή, η φτώχεια της Αφρικής, αλλά και τα δίκτυα των ΜΚΟ δημιούργησαν μια κατάσταση που δεν μοιάζει με φυσική μετανάστευση αλλά με οργανωμένη εισβολή.
Ο πληθυσμός της Ευρώπης γερνά και μειώνεται. Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί αυξάνονται. Και οι κυβερνήσεις φαίνεται να ανοίγουν τις πόρτες αντί να προστατεύουν τα σύνορα.
Η ελληνική πραγματικότητα
Η Ελλάδα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής. Από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου έως τα μεγάλα αστικά κέντρα, η εικόνα είναι η ίδια: συνεχείς ροές παράνομων μεταναστών, οι περισσότεροι νεαροί άνδρες, οργανωμένοι, με χρήματα για να πληρώσουν λαθροδιακινητές.
Σκίζουν εσκεμμένα τα έγγραφα ταυτοποίησης και εμφανίζονται ως «ανώνυμες απειλές». Δεν ζητούν, απαιτούν. Δεν ευγνωμονούν, προκαλούν.
Κι ενώ οι Έλληνες πολίτες ζουν με την αγωνία του ενοικίου, της ακρίβειας, των φόρων, οι νεοφερμένοι στεγάζονται σε δομές με θέρμανση, Wi-Fi και τρία γεύματα την ημέρα. Ο Έλληνας περιμένει στην εφημερία, ενώ ο παράνομος χειρουργείται κατά προτεραιότητα. Η δημοκρατία γίνεται φιλάνθρωπη προς τον «κατακτητή» και απάνθρωπη προς τον γηγενή πολίτη.
Κάθε αντίδραση σε αυτή την κατάσταση βαφτίζεται ρατσισμός. Κάθε υπεράσπιση της πατρίδας, της παράδοσης, της θρησκείας χαρακτηρίζεται ακροδεξιά παρέκκλιση. Τα ΜΜΕ γελοιοποιούν όσους μιλούν για πληθυσμιακή αντικατάσταση.
Οι νόμοι «συμβίωσης», οι ρυθμίσεις για τα φύλα, η προβολή της πολυπολιτισμικότητας, η δαιμονοποίηση της ελληνικότητας χτίζουν σταδιακά ένα νέο αφήγημα: το παλιό πρέπει να πεθάνει, για να ζήσει το καινούργιο.
Όμως το καινούργιο αυτό μοιάζει περισσότερο με δυστοπία. Μια κοινωνία χωρίς κοινωνικούς δεσμούς, χωρίς ρίζες, χωρίς ιστορία. Ένας πληθυσμός άμορφος, εύκολα χειραγωγούμενος, χωρίς φλόγα να αντισταθεί.
Είναι όλα αυτά τυχαία;
Είναι τυχαίο που κάθε ευρωπαϊκή χώρα δέχεται ανεξέλεγκτα μεταναστευτικά κύματα; Είναι σύμπτωση που η εθνική ταυτότητα διαβρώνεται μέσω παιδείας, τέχνης και «πολιτικής ορθότητας»; Είναι αθώο ότι οργανισμοί όπως το WEF, ο ΟΗΕ και η ΕΕ μιλούν ανοιχτά για έναν «νέο άνθρωπο» χωρίς φύλο, χωρίς πατρίδα, χωρίς ταυτότητα;
Ακόμη κι αν δεν υπάρχει ένα έγγραφο με σφραγίδες και υπογραφές που να τιτλοφορείται «Σχέδιο Καλλέργη», η πραγματικότητα φωνάζει: το αποτέλεσμα είναι ήδη εδώ.
Η Ελλάδα αλλάζει με ρυθμούς που τρομάζουν. Οι νέοι φεύγουν, οι παράνομοι εισέρχονται κατά κύματα. Οι κυβερνήσεις δίνουν ιθαγένειες, παροχές, σπίτια. Οι ΜΚΟ χρηματοδοτούνται αφειδώς. Το έθνος αλλοιώνεται εκ των έσω. Πρόκειται για μια νέα μορφή κατοχής, χωρίς όπλα αλλά με κουτιά γευμάτων και ψευτοχαρτιά του ΟΗΕ.
Η μάχη είναι ζήτημα επιβίωσης. Όποιος σιωπά είναι συνένοχος. Όποιος μιλά, υπερασπίζεται την ιστορία, την παράδοση, την πίστη, την ταυτότητα. Η φράση «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» δεν είναι σύνθημα μιας άλλης εποχής, αλλά αναγκαία υπενθύμιση στο κατώφλι της εξαφάνισης.
Αν πράγματι ήθελαν να προστατεύσουν το έθνος, θα στήριζαν τους γηγενείς με επιδόματα, φοροελαφρύνσεις, κίνητρα για πολύτεκνες οικογένειες. Θα έδιναν στέγη και δουλειές στους Έλληνες νέους, όχι στους παράνομους. Αντ’ αυτού, εκτελούν εντολές άνωθεν, υπηρετώντας ένα όραμα πλανήτη χωρίς έθνη, χωρίς ιστορία, χωρίς φωνή.
Το λεγόμενο «Σχέδιο Καλλέργη» μπορεί να μην υπάρχει ως κωδικοποιημένο έγγραφο στα συρτάρια της ΕΕ. Αλλά υπάρχει ως πραγματικότητα στις πόλεις μας, στα σχολεία μας, στις γειτονιές μας. Είναι η καθημερινή εμπειρία της πληθυσμιακής αντικατάστασης, της πολιτισμικής αλλοίωσης, της πολιτικής σιωπής.
Και απέναντι σε αυτή τη δυστοπία, η στάση δεν μπορεί να είναι η αδράνεια. Γιατί, όπως έλεγε και το γνωστό απόφθεγμα: «Για να καταστρέψεις έναν λαό, δεν χρειάζεται να τον πολεμήσεις. Αρκεί να τον κάνεις να ντρέπεται για την ιστορία του». Η ιστορία μας δεν είναι για ντροπή, είναι για υπερηφάνεια και η υπεράσπισή της είναι καθήκον, όχι επιλογή.


Αφήστε μια απάντηση